κολεκτίβα

κολεκτίβα
η
1. ομάδα ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην παραγωγή, διαχείριση και απολαυή υλικών αγαθών
2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν από κοινού στην εκτέλεση ενός έργου ή στην εκλήρωση μιας προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectif- < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος» < λατ. collectus + -ivus). Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολεκτιβιστικός — ή, ό και κολεκτιβίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά… …   Dictionary of Greek

  • κολλεκτίβα — η βλ. κολεκτίβα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”